- Ἱκέσιον
- Ἱκέσιοςmasc acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἱκέσιον — ἱκέσιος of masc acc sg ἱκέσιος of neut nom/voc/acc sg ἱκέσιος of masc/fem acc sg ἱκέσιος of neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
мольбьныи — (39) пр. 1.Пр. к мольба в 1 знач.: и ѹслыша ѡ немь ц(с)рь и написа к немѹ молебнѹю ѥпистолью (παρακλητικήν) ГА XIII–XIV, 220г; кнѧ(з) ѥдескыи... самого сдѣтелѧ видѣти не мога. написа к нѣму посланиѥ. мобноѥ [Пр XIV (2), 139в – молебно] Пр 1383,… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
λόχος — ο (AM λόχος, Μ και λόγχος) νεοελλ. 1. στρατ. τμήμα πεζικού τού στρατού ξηράς, υποδιαίρεση τού τάγματος, το οποίο διοικείται από λοχαγό 2. πολλά άτομα μαζί 3. φρ. «ιερός λόχος» α) στρατιωτικό σώμα που καταρτίστηκε το 1821 στη Μολδαβία από τον Αλ.… … Dictionary of Greek
υπέρ — ὑπέρ, ΝΜΑ, και επικ. τ. ὑπείρ και λεσβιακός τ. ἴπερ και παμφυλιακός τ. ὐπάρ και αρκαδ. τ. ὁπέρ και βοιωτ. τ. οὗπερ, Α (δισύλλαβη πρόθεση που συντάσσεται με γεν., αιτ. και δοτ.) ΣΥΝΤΑΞΗ ΣΗΜΑΣΙΑ: Ι. (με γεν.) δηλώνει: 1. (σχετικά με πρόσ. και πράγμ … Dictionary of Greek